- ξεράβω
- ανοίγω τις ραφές ενδύματος, ξηλώνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)-* + ράβω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεράψιμο — το [ξεράβω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεράβω, το άνοιγμα τών ραφών ενδύματος, το ξήλωμα ραφής … Dictionary of Greek
ξηλώνω — 1. ανοίγω τις ραφές ραμμένου ενδύματος, ξεράβω 2. αφαιρώ τα καρφιά καρφωμένου αντικειμένου, ξεκαρφώνω 3. (σχετικά με μηχανή) διαλύω σε συστατικά μέρη, αποσυνθέτω, ξεμοντάρω 4. μτφ. διώχνω κάποιον, απομακρύνω κάποιον από τη θέση εργασίας του,… … Dictionary of Greek
ράβω — ῥάπτω, ΝΜΑ, και ράφτω Ν συνάπτω, ενώνω δύο ή περισσότερα πράγματα με ραφή (α. «έραψε το τραύμα μου» β. «ἔντοσθεν διὰ βορίας ῥάψε θαμειάς», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. κατασκευάζω ένδυμα για άλλον («η μοδίστρα άρχισε να ράβει το φόρεμά μου») 2. αναθέτω σε … Dictionary of Greek